αναλφάβητος

αναλφάβητος
-η, -ο (ΑΜ ἀναλφάβητος, -ον)
αυτός που δεν διαβάζει ούτε το αλφάβητο, ο εντελώς αγράμματος
νεοελλ.
αυτός που δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, ούτε να χρησιμοποιεί γραπτώς την αρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀλφάβητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλφαβητισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναλφάβητος — not knowing one s a b c masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλφάβητος — η, ο αυτός που δεν ξέρει να διαβάζει και να γράφει, ο εντελώς αγράμματος: Σε χώρες που θέλουν να λογαριάζονται πολιτισμένες δεν πρέπει να υπάρχουν αναλφάβητοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναλφάβητον — ἀναλφάβητος not knowing one s a b c masc/fem acc sg ἀναλφάβητος not knowing one s a b c neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλφαβήτοις — ἀναλφάβητος not knowing one s a b c masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλφαβήτους — ἀναλφάβητος not knowing one s a b c masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλφάβητοι — ἀναλφάβητος not knowing one s a b c masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • analfabeto — (Del lat. analphabetus < gr. analphabetos < an, privativo + alphabetes, alfabeto.) ► adjetivo/ sustantivo 1 Que no sabe leer ni escribir. 2 Ignorante, inculto: ■ es un analfabeto que no sabe nada de nada. SINÓNIMO iletrado * * * analfabeto …   Enciclopedia Universal

  • άλφα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * το (Α ἄλφα) (άκλιτο) 1. το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου (Α, α) 2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το… …   Dictionary of Greek

  • αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”